- τρίβει
- τρί̱βει , τρίβωrubpres ind mp 2nd sgτρί̱βει , τρίβωrubpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριβεῖ — τρίβω rub aor subj pass 3rd sg (epic) τριβεύς rubber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλετρίβανος — ἀλετρίβανος, ο (Α) αυτό που αλέθει και τρίβει, το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., που δηλώνει εργαλείο η λ. είναι σύνθετη το β συνθετικό τής λ. συνδέεται με το ρ. τρίβω, πιθανότατο με επίδραση τής λ. κρίβανος (κλίβα νος). Το α συνθ. όμως… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
τρίφτης — ο / τρίπτης, ΝΜΑ [τρίβω] υπάλληλος δημόσιων λουτρών που τρίβει τα σώματα τών πελατών νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, λαχανικά ή φρούτα … Dictionary of Greek
τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
τυροξόος — ον Α (για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
φακοτρίβων — ὁ, Α αυτός που τρίβει, που κοπανίζει φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + τρίβων, μτχ. τού ρ. τρίβω «κοπανίζω, μεταβάλλω σε σκόνη»] … Dictionary of Greek
δοκάνη — η αλωνιστική συσκευή που αποτελείται από μακρύ και βαρύ σανίδι με πυριτόλιθους από κάτω, για να τρίβει τα στάχυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)